* Σχετίζεται με μια επαρχία, ιδίως με την έννοια ότι είναι περιφερειακός παρά εθνικός ή διεθνής σε χαρακτήρα ή εύρος
* Περιορισμένη εμβέλεια ή εφαρμογή. περιωρισμένος
* Εμφάνιση μιας στενόμυαλης ή απλής προοπτικής. ενοριακός
* Αφορά επαρχία θρησκευτικού τάγματος, ιδιαίτερα μοναστήρι ή μοναστήρι