Οι τοπικές αρχές έχουν περιορισμένες εξουσίες. Ενώ απολαμβάνουν κάποιο βαθμό αυτονομίας, εξακολουθούν να λειτουργούν στο πλαίσιο των εξουσιών που τους ανατίθενται από την κεντρική ή την πολιτειακή κυβέρνηση. Οι ευθύνες τους είναι σαφώς καθορισμένες και δεν έχουν την εξουσία να δημιουργούν ή να εκτελούν πολιτικές πέρα από το εξουσιοδοτημένο πεδίο εφαρμογής τους.
Β. Εγγύτητα στην κοινότητα:
Η τοπική αυτοδιοίκηση χαρακτηρίζεται από τη στενή της γειτνίαση με την κοινότητα που υπηρετεί. Συνεργάζεται άμεσα με κατοίκους και επιχειρήσεις, παρέχοντας βασικές υπηρεσίες και ανταποκρινόμενη στις ανάγκες και τις ανησυχίες τους. Αυτή η άμεση δέσμευση επιτρέπει την καλύτερη κατανόηση των τοπικών θεμάτων και την ανταπόκριση.
Γ. Εκπροσώπηση τοπικών συμφερόντων:
Οι τοπικές κυβερνήσεις λειτουργούν ως εκπρόσωποι των τοπικών συμφερόντων. Εκλέγονται ή διορίζονται για να υπερασπιστούν τις ανάγκες και τις προτεραιότητες των ψηφοφόρων τους σε υψηλότερα επίπεδα διακυβέρνησης. Αυτό διασφαλίζει ότι οι τοπικές ανησυχίες λαμβάνονται υπόψη κατά τη λήψη αποφάσεων και την κατανομή των πόρων.
Δ. Ευελιξία και προσαρμοστικότητα:
Οι τοπικές κυβερνήσεις έχουν το πλεονέκτημα ότι είναι σε θέση να ανταποκρίνονται πιο ευέλικτα και προσαρμοστικά στις μεταβαλλόμενες τοπικές συνθήκες. Μπορούν να προσαρμόσουν πολιτικές και υπηρεσίες για να ανταποκριθούν σε συγκεκριμένες ανάγκες της κοινότητας, οι οποίες μπορεί να διαφέρουν από εκείνες σε κρατικό ή εθνικό επίπεδο.
Ε. Περιορισμένοι πόροι και χρηματοδότηση:
Οι τοπικές αρχές αντιμετωπίζουν συχνά περιορισμούς όσον αφορά τους πόρους και τη χρηματοδότηση. Συνήθως βασίζονται σε ένα συνδυασμό τοπικών φόρων, τελών, επιχορηγήσεων και ομοσπονδιακής ή κρατικής χρηματοδότησης. Οι περιορισμένοι πόροι μπορεί να επηρεάσουν την ικανότητά τους να παρέχουν ορισμένες υπηρεσίες ή να υλοποιούν επιθυμητά έργα.